Ο Descarte ήδη από τον 17ο αιώνα έθεσε τα θεμέλια για την ερμηνεία των ασθενειών με βάση τη μελέτη του σώματος και του μυαλού (Skirry, 2006). Παρόλαυτα οι πρώτες σημαντικές ιατρικές-τεχνολογικές ανακαλύψεις (όπως ο καρδιογράφος) επανέφεραν τη μηχανιστική ερμηνεία της λειτουργίας του σώματος με τους γιατρούς της περιόδου να επικεντρώνονται στα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα και όχι στα συμπτώματα (Cushing, 2016).
Το βιοϊατρικό μοντέλο υποστηρίζει ότι η ασθένεια μπορεί να εξηγηθεί πλήρως βάσει των ατομικών αποκλίσεων από τη νόρμα των βιολογικών μεταβλητών, ακόμα και σε περιπτώσεις σύνθετων μορφών ασθένειας, μέσω της μετρήσιμων σωματικών προβλημάτων (Engel, 1997). Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο υποστηρίζει ότι εκτός από τα σωματικά συμπτώματα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και οι ψυχολογικοί, κοινωνικοί και βιολογικοί παράγοντες (Bakal, 1999). Το κάθε μοντέλο έχει διαφορετική επίδραση στην επικοινωνία και τη σχέση γιατρού ασθενή.
Το βιοϊατρικό περιορίζει εξαιρετικά την προσέγγιση του γιατρού και κατά συνέπεια το προς το ποια κατεύθυνση εστιάζει στην επικοινωνία του με τον ασθενή. Η ύπαρξη μιας απόκλισης σε βιολογικό επίπεδο μπορεί να ανιχνευθεί σε επίπεδο συμπεριφοράς και όχι υπό τη μορφή κάποιας νόσου. Ένας γιατρός που εστιάζει μόνο στην ερμηνεία βιολογικών συμπτωμάτων και μετρήσεων, είναι πολύ πιθανό να μην προσδιορίσει την ύπαρξη βιολογικού υποστρώματος σε αυτή την περίπτωση. Μια συγκεκριμένη ασθένεια επηρεάζει το κάθε άτομο με ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, άρα η τήρηση των πρωτόκολλων διάγνωσης κατά γράμμα, δεν οδηγεί απαραίτητα στο επιθυμητό αποτέλεσμα (Robinson, 1971). Η προσήλωση από τον γιατρό στην παρατήρηση συμπτωμάτων που ο ίδιος θεωρεί ως αναμενόμενα οδηγεί τη συζήτηση με τον ασθενή στο έδαφος των απαντήσεων που ο γιατρός θα ήθελε να ακούσει, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη μπορεί να περιγράψει επαρκώς την πραγματικότητα της ασθένειας, όπως τη βιώνει ο ίδιος (Kleinman, 1988).
Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο δομεί μια σχέση επικοινωνίας στην οποία περιλαμβάνονται οι κοινωνικές προσδοκίες σε σχέση με την ασθένεια (ιδιαίτερα τα πρότυπα από την οικογένεια και την κυρίαρχη κουλτούρα), η ψυχολογία του ασθενή, το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται η ασθένεια. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η προσέγγιση, απαιτείται μια μορφή επικοινωνίας στην οποία ο γιατρός δεν εστιάζει μόνο στα ευρήματα της κλινικής εξέτασης. Σε αυτή τη μορφή επικοινωνίας περιλαμβάνεται το νόημα που αποδίδει το άτομο στην κατάσταση του, οι συνειδητές ή ασυνείδητες ανάγκες του ατόμου, το προσωπικό πρότυπο αντίδρασής του. Ο γιατρός σε αυτή την προσέγγιση δε δρα με κλειστού τύπου ερωτηματολόγια, αλλά αφήνει το χώρο στον ασθενή να εκφράσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Λόγω της πιο σφαιρικής αντιμετώπισης προσεγγίζεται με καλύτερο τρόπο η πολυπλοκότητα και η μοναδικότητα του κάθε ατόμου (DiMatteo and DiNicola, 1982).
Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα αυτά, σχετικά πρόσφατη έρευνα (Roter et al., 1997) αποτύπωσε πέντε διαφορετικούς τύπους επικοινωνίας ιατρού ασθενή (σε αντίθεση με τα περισσότερα μοντέλα που αναφέρονται σε τύπους σχέσεων):
- Ο αμιγώς βιοϊατρικός τύπος στον οποίο η συζήτηση επικεντρώνεται στη βιοϊατρική ορολογία
- Ο διευρυμένος βιοϊατρικός τύπος στον οποίο λαμβάνονται υπόψιν ψυχοκοινωνικά θέματα
- Ο βιοψυχοκοινωνικός τύπος στον οποίο ο χρόνος της επικοινωνίας κατανέμεται ισόποσα
- Ο ψυχοκοινωνικός στον οποίο η αλληλεπίδραση είναι πρωταρχικά ψυχοκοινωνικής φύσης
- Καταναλωτικού τύπου στον οποίο ο ασθενής υποβάλει τις ερωτήσεις
Επί της ουσίας τα μοντέλα αυτά αντικατοπτρίζουν δύο αντιπαραθετικές ιδεολογίες για την άσκηση της ιατρικής: η μια που τοποθετεί το γιατρό σε απόσταση από τον ασθενή ώστε να παρατηρεί αντικειμενικά τα κλινικά σημεία και η άλλη που ενθαρρύνει το γιατρό να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του για να προσεγγίσει τα βιώματα του ασθενή (Olufowate and Wang, 2016).
Από τον Πάνο Χριστοδούλου
No Comments