Κάθε ασθενής, ειδικά τη στιγμή της οξείας φάση της ασθένειας, βιώνει πληροφοριακή πείνα, αναφορικά με την ασθένεια, τις αιτίες που την προκάλεσαν, τα συμπτώματα, τις επιπλοκές και κυρίως την έκβασή της. Από τη στιγμή της λήψης του ιατρικού ιστορικού, μέχρι τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και της παροχής πληροφόρησης για τη χορήγηση του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος, η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς βασίζεται στην αποτελεσματική επικοινωνία. Οι γιατροί θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η διαπροσωπική επικοινωνία είναι πολλά περισσότερα από την απλή συνομιλία ή τη χορήγηση μιας ιατρικής συνταγής και θα πρέπει να είναι σίγουροι ότι το μήνυμα που μεταδίδουν προσλαμβάνεται και γίνεται αντιληπτό κατάλληλα από τους άλλους.
Η αλληλεπίδραση γιατρού-ασθενούς είναι μία σύνθετη διαδικασία και προβλήματα στην επικοινωνία τους αποτελούν μία πιθανή παγίδα, ιδίως όσον αφορά την κατανόηση των ασθενών, για την πρόγνωση της ασθένειας, το σκοπό της ιατρικής περίθαλψης, τη συμμόρφωση με τη θεραπεία και τις γενικότερες προσδοκίες από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις, παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις επιλογές των ασθενών αναφορικά με τη θεραπεία, καθώς και τoν κύκλο ζωής της θεραπευτικής προσέγγισης.
Η καλή επικοινωνία επιτρέπει στους ασθενείς να δουν τους εαυτούς τους ως πλήρη και εξίσου σημαντικό συμμετέχοντα στη θεραπευτική διαδικασία.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε μία συγκλονιστική αλήθεια: από τη στιγμή που ο ασθενής φεύγει από το γραφείο του γιατρού ή το νοσοκομείο, είναι στο σπίτι του μόνος ή με την οικογένειά του, η οποία επίσης τις περισσότερες φορές στερείται εξειδικευμένων γνώσεων.
Θα πρέπει, λοιπόν, οι ασθενείς να ενθαρρύνονται να κάνουν ερωτήσεις, ώστε όταν μείνουν μακριά από τις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης να μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους και αποτελεσματικά την ασθένεια.
Κάποιοι ασθενείς μπορεί να έχουν πληροφόρηση από άλλες πηγές και αυτό μπορεί να επιτείνει την ανησυχία τους, αλλά και να επηρεάσει την έκβαση της νόσου λόγω ελλιπούς συμμόρφωσης στις ιατρικές οδηγίες και τα θεραπευτικά σχήματα.
Είναι σημαντικό να ενθαρρύνεται ο διάλογος και να αντιμετωπίζονται οι απορίες με ειλικρίνεια και πληρότητα.
Παρότι είναι δύσκολο να κρατήσει κανείς την ισορροπία μεταξύ του να είναι πολύ συναισθηματικός ή πολύ αυστηρός με τον ασθενή – παρά τον κίνδυνο που μπορεί να ενέχει η ανάπτυξη οικειότητας και συμπάθειας στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής σχέσης- η ειλικρινής επικοινωνία και η σωστή πληροφόρηση είναι απαραίτητες όχι μόνο για την αποφυγή ιατρικών λαθών και την καλύτερη διαχείριση της νόσου, αλλά κυρίως για τη συναισθηματική ασφάλεια και ψυχική υγεία του ασθενούς.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι είναι διαφορετικό να μιλάμε από το να επικοινωνούμε.
Οι γιατροί θα πρέπει να ακούν περισσότερο, να διακόπτουν λιγότερο, να καθοδηγούν τη συζήτηση και, κυρίως, να εξηγούν περισσότερα στους ασθενείς τους. Θα πρέπει να παροτρύνουν τους ασθενείς τους να περιγράψουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμπτώματα της ασθένειας και να δίνουν τις πληρέστερες απαντήσεις που θα καθησυχάσουν την αγωνία και την αβεβαιότητα της ασθένειας.
Θα πρέπει επίσης να ελέγχουν, αν όλα όσα είπαν έγιναν αντιληπτά από τους ασθενείς και ο καλύτερος τρόπος να το κάνουν αυτό είναι να ζητήσουν από τους ασθενείς να περιγράψουν μόνοι τους, με δικά τους λόγια, τι έχουν καταλάβει.
Ένας καλά ενημερωμένος ασθενής είναι καλύτερος ασθενής, υπό το πρίσμα ότι ασθενείς που έχουν εκπαιδευτεί να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και να συμμετέχουν στη λήψη της κλινικής απόφασης έχουν καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.
No Comments